κακοδικία

κακοδικία
Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως πρόεδρό του, από έναν σύμβουλο Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων. Το δικαστήριο κ. μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση σε εκείνους τους οποίους οι δικαστές ζημίωσαν από δόλο, αμέλεια ή αρνησιδικία.
* * *
η (Α κακοδικία)
κακή απονομή τού δικαίου
νεοελλ.
(νομ.) φρ. «αγωγή κακοδικίας» — αγωγή αποζημίωσης κατά δικαστών οι οποίοι από δόλο ή αμέλεια ή παραδρομή στην άκηση τών καθηκόντων τους έκαναν ζημιά στον ενάγοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -δικία (< -δικος < δίκη), πρβλ. ευθυ-δικία, φιλο-δικία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοδικία — κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc/acc dual κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδικία — η δικαστική απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο και τους νόμους, άδικη κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοδικίας — κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem acc pl κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”